Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δολίη τ

См. также в других словарях:

  • δολίῃ — δόλιος crafty fem dat sg (epic ionic) δολία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίηι — δολίῃ , δόλιος crafty fem dat sg (epic ionic) δολίῃ , δολία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθετίζω — (ΑΜ εὐθετίζω) [εύθετος] τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ αὖτ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ. β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.) νεοελλ. (για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση τού ανέμου μσν. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»